Βουτώ — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουτώ — (Μ βουτώ) Ι. 1. βυθίζω κάτι μέσα σε υγρό 2. κάνω βουτιά, καταδύομαι 3. βαφτίζω στην κολυμπήθρα 4. αρπάζω ξαφνικά κάποιον από κάποιο μέλος του σώματός του 5. αφαιρώ κάτι με τη βία ή κρυφά 6. παίρνω κάτι με προθυμία 7. χειρονομώ άσεμνα σε βάρος… … Dictionary of Greek
βουτώ — ηξα, ήχτηκα, βουτηγμένος και βουτημένος 1. βυθίζω κάτι μέσα σε υγρό: Βούτα το σφουγγάρι στο νερό πριν το χρησιμοποιήσεις. 2. αρπάζω: Τον βούτηξε από τα μαλλιά. 3. κλέβω: Μου βούτηξαν το πορτοφόλι στο λεωφορείο. 4. αμτβ., βυθίζομαι, δύω: Βούτηξα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βουτοῦς — Βουτώ fem nom/voc pl Βουτώ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
БУТО — • Βουτώ, ου̃ς, египетская богиня в городе того же имени, где был ее храм и оракул. Когда Исида бежала от Тифона, она поручила ей своих детей Гора и Бубастиду, за что Б. удостоилась божеского почитания. Греки принимали ее за своего… … Реальный словарь классических древностей
Βουτοῖ — Βουτώ fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βουτοῦ — Βουτώ fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βουτοῦν — Βουτώ fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βουτόων — Βουτώ fem gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τσαλαβουτώ — Ν 1. βαδίζω απρόσεκτα και πατώ μέσα στις λάσπες 2. αναταράσσω λάσπη 3. μτφ. εργάζομαι απρόσεκτα, τσαπατσούλικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. βουτώ και έχει προέλθει από τη φρ. έξαλλα βουτώ ή, κατ άλλους, άτσαλα βουτώ (πρβλ. τσαλα πατώ)] … Dictionary of Greek
κατακυβιστώ — κατακυβιστῶ, άω (Α) πέφτω ορμητικά με το κεφάλι προς τα κάτω, βουτώ («κατακυβιστήσας εἰς θάλασσαν βαθεῑαν», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυβιστῶ «βουτώ, πέφτω με το κεφάλι»] … Dictionary of Greek