βουτώ

βουτώ
βουτάω (αόρ. (ε)βούτησα и (ε)βούτηξα) 1. μετ.
1) погружать, окунать, обмакивать; 2) крестить, совершать обряд крещения; 3) перен. хватать, схватывать; лапать (груб. ); τον βούτηξαν его схватили; τον βούτηξα από το χέρι (λαιμό) я его схватил за руку (за горло); 4) стащить, стянуть; спереть (груб. ); § βούτα τη ζωή από τα κέρατα бери от жизни всё; пользуйся жизнью; 2. αμετ. 1) погружаться, окунаться; нырять; βούτηξε ο ήλιος солнце погрузилось в море; 2) получить (удар, ранение и т. п.);

βουτιέμαι

1) прям. , перен. — погрязнуть, увязнуть (в чём-л.); — залезть по уши (разг );

2) закутываться;
3) схватиться в драке, сцепиться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βουτώ" в других словарях:

  • Βουτώ — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουτώ — (Μ βουτώ) Ι. 1. βυθίζω κάτι μέσα σε υγρό 2. κάνω βουτιά, καταδύομαι 3. βαφτίζω στην κολυμπήθρα 4. αρπάζω ξαφνικά κάποιον από κάποιο μέλος του σώματός του 5. αφαιρώ κάτι με τη βία ή κρυφά 6. παίρνω κάτι με προθυμία 7. χειρονομώ άσεμνα σε βάρος… …   Dictionary of Greek

  • βουτώ — ηξα, ήχτηκα, βουτηγμένος και βουτημένος 1. βυθίζω κάτι μέσα σε υγρό: Βούτα το σφουγγάρι στο νερό πριν το χρησιμοποιήσεις. 2. αρπάζω: Τον βούτηξε από τα μαλλιά. 3. κλέβω: Μου βούτηξαν το πορτοφόλι στο λεωφορείο. 4. αμτβ., βυθίζομαι, δύω: Βούτηξα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βουτοῦς — Βουτώ fem nom/voc pl Βουτώ fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • БУТО —    • Βουτώ, ου̃ς,          египетская богиня в городе того же имени, где был ее храм и оракул. Когда Исида бежала от Тифона, она поручила ей своих детей Гора и Бубастиду, за что Б. удостоилась божеского почитания. Греки принимали ее за своего… …   Реальный словарь классических древностей

  • Βουτοῖ — Βουτώ fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουτοῦ — Βουτώ fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουτοῦν — Βουτώ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουτόων — Βουτώ fem gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τσαλαβουτώ — Ν 1. βαδίζω απρόσεκτα και πατώ μέσα στις λάσπες 2. αναταράσσω λάσπη 3. μτφ. εργάζομαι απρόσεκτα, τσαπατσούλικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. βουτώ και έχει προέλθει από τη φρ. έξαλλα βουτώ ή, κατ άλλους, άτσαλα βουτώ (πρβλ. τσαλα πατώ)] …   Dictionary of Greek

  • κατακυβιστώ — κατακυβιστῶ, άω (Α) πέφτω ορμητικά με το κεφάλι προς τα κάτω, βουτώ («κατακυβιστήσας εἰς θάλασσαν βαθεῑαν», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυβιστῶ «βουτώ, πέφτω με το κεφάλι»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»